- φοινικορυγχος
- φοινικόρυγχοςφοινῑκό-ρυγχος2багряноклювый
(κορακίας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κορακίας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φοινικόρυγχος — with a red bill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόρυγχος — ον, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινο ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ῥύγχος] … Dictionary of Greek